κονσερβατόριο

κονσερβατόριο
το
ωδείο, ίδρυμα στο οποίο διδάσκονται όλοι οι κλάδοι τής μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. conservatorio].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κονσερβατόριο — το (λ. γαλλ.), ωδείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”